Ψάρι που ανήκει στην οικογένεια των σολομονιδών. Η κοινή πέστροφα
(salmo trutta) είναι η πιο διαδομένη στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Όλες οι πέστροφες έχουν σώμα λεπτό, μερικές φορές με οβάλ προφίλ,
ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν, σκεπασμένο με μικρά λέπια,
μουσούδι χονδροειδές, μεγάλο στόμα, οπλισμένο με μικρά δόντια στις
δυο μασέλες και στην γλώσσα. Έχουν δυο ραχιαία πτερύγια, Το πρώτο
είναι λιπώδες και μάλλον μικρό και τοποθετημένο πολύ πίσω (το λιπώδες
πτερύγιο είναι το διακριτικό χαρακτηριστικό των σολομονιδών). Το ουραίο
είναι με δυο λοβούς, με την πίσω άκρη μερικές φορές ίσια, ενώ άλλες
φορές οι λοβοί είναι σχεδόν συμμετρικοί και τονισμένοι.
Να μιλήσουμε για τον χρωματισμό της πέστροφας για να την
χαρακτηρίσουμε, είναι μια επιχείρηση δύσκολη, γιατί οι διαφορές του
περιβάλλοντος καθορίζουν ακόμη και στο ίδιο ρεύμα αξιόλογες
διαφοροποιήσεις χρωματισμού. Πάντως μπορούμε να πούμε γενικά, ότι η
κοινή πέστροφα έχει ράχη γκριζογάλανη ή καστανή ανοιχτή, λαμπερά
ασημί πλευρά, που μερικές φορές τείνουν στο χρυσαφί ή στο κοκκινωπό
μαύρα ή κόκκινα στίγματα. Τα στίγματα, όπως η απόκτηση λαμπερών
χρωμάτων κίτρινο ‐ χρυσό στην κοιλιά και στα κοιλιακά πτερύγια, ο
τονισμός του κοκκινωπού στα πλευρά, είναι πιο φανερά στις πέστροφες
που ζουν σε πιο βαθιά νερά.
Μπορούν να φτάσουν αξιόλογες διαστάσεις, πάνω από 1 μέτρο μήκος και
να ξεπεράσουν τα 10 κιλά βάρος (φυσικά σε περιβάλλον κατάλληλο για
τέτοια ανάπτυξη). Αγαπούν τα κρύα νερά, ή τα δροσερά με άφθονο
οξυγόνο, και τρέφονται με διάφορες τροφές. Στο στάδιο του γόνου και
μέχρι τα 5‐6 εκατ. μήκος τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με ζωοπλαγκτόν. Από τα 6 έως τα 12‐15 εκ. τρέφονται με νύμφες του νερού
και έντομα που πέφτουν στο νερό. Όταν ξεπεράσουν τα 15 εκ. δεν
περιφρονούν, εκτός από τις συνηθισμένες κάμπιες και τα μικρά
οστρακόδερμα, και τους ίδιους τους ομοίους τους στο στάδιο του γόνου.
Όσο μεγαλώνουν (πάνω από τα 20‐25 εκατ.) τόσο τονίζεται ο κυνηγετικός
χαρακτήρας τους. Μπορούν εξʹ άλλου να θεωρηθούν παμφάγα, εκτός
από τις πιο μεγάλες πέστροφες, που πρέπει να θεωρηθούν, κυρίως
σαρκοφάγες.
Οι πέστροφες του βορρά, που ζουν στην θάλασσα την εποχή της
αναπαραγωγής, ανεβαίνουν τους ποταμούς. Αυτές που κατοικούν τις
λίμνες, ξανανεβαίνουν τους παραπόταμους γιατί αυτή την εποχή έχουν
περισσότερο ανάγκη περιβάλλοντος με χαμηλή θερμοκρασία και πιο
πολύ οξυγόνο. Στις μετακινήσεις και μεταναστεύσεις τους οι πέστροφες
κάθε μεγέθους μπορούν να ξεπεράσουν αξιόλογες διαφορές επιπέδου, να
νικήσουν μικρούς καταρράκτες, να ξανανέβουν γρηγορότατα ρεύματα.
Μερικές φορές βλέπουμε πέστροφες να πηδούν πάνω από μικρά
φράγματα, να ανεβαίνουν κεκλιμένα επίπεδα, να ξεπερνούν εμπόδια με
μεγάλη ευκολία, επαναλαμβάνοντας τις προσπάθειες μέχρι να φθάσουν
στο σκοπό τους. Αναπαράγονται από τον Νοέμβριο ως τον Φεβρουάριο,
ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των νερών που κατοικούν και την
θερμοκρασία του περιβάλλοντος.
Η αναπαραγωγή γίνεται σε λακκούβες λίγο ή πολύ μεγάλες που
σκάβονται από την θηλύκια στον αμμώδη, χαλικώδη ή ανάμικτο βυθό.
Κάθε θηλύκια συνήθως συνοδεύεται από πολλά αρσενικά. Η εναπόθεση
των αυγών και η έκκριση του σπερματικού υγρού γίνονται σχεδόν πάντα
την νύκτα. Υπολογίζουν ότι κάθε θηλύκια γεννάει μέχρι 2.000 αυγά για
κάθε κιλό του βάρους της. Τα αυγά έχουν μια διάμετρο που ποικίλει από
3,5 έως 6 χιλιοστά και χρώμα κίτρινο ή πορτοκαλί. Μόλις τελειώσει η
αναπαραγωγή, αρσενικά και θηλυκά, αρκετά εξαντλημένα από τις
προσπάθειες που έκαναν, ξαναγυρίζουν χαμηλά στους τόπους, από τους
οποίους προέρχονται. Τα αυγά ανοίγουν συνήθως μετά από 40‐50 μέρες
επώασης. Ο μεγάλος μόσχειος σάκος των γόνων, απορροφιέται σε ένα
μήνα. Τότε ο γόνος έχει πάρει σταδιακά την μορφή και τα χαρακτηριστικά
του ενήλικου. Σε ευνοϊκό περιβάλλον οι πέστροφες σε ένα χρόνο, φτάνουν
τα 15 εκατ. και μπορούν να ξεπεράσουν τα 30 εκ. σε δυο χρόνια.
Η πέστροφα (salmo gairdnerii), βορειοαμερικανικής καταγωγής, ξεχωρίζει
από την κοινή πέστροφα (salmo trutta), πάνω απʹ όλα, εξαιτίας της
παρουσίας σκούρων κηλίδων στο ουραίο πτερύγιο (ανύπαρκτες στην
κοινή πέστροφα) και μιας κοκκινωπής λουρίδας που φωσφορίζει κάντιου
διατρέχει κατά μήκος όλο το πλευρό. Αυτή η πέστροφα, που δεν αναπαράγεται (ή τουλάχιστον αναπαραγάγετε πολύ σπάνια και σε ειδικό
περιβάλλον) στα νερά της Ευρώπης, μεγαλώνει αρκετά πιο γρήγορα από
την κοινή πέστροφα. Οι Αμερικάνικες πέστροφες που βρίσκονται στα
Ευρωπαϊκά ρεύματα προέρχονται από τεχνητό εμπλουτισμό. Έχει
χαρακτήρα λιγότερο άγριο από την κοινή πέστροφα, είναι πιο αδηφάγα
και τρέφεται με τις πιο διαφορετικές τροφές κι έτσι είναι πιο εύκολο να
πιαστεί. Άλλες Ευρωπαϊκές πέστροφες είναι η κυπρινοπέστροφα και ο
σαλβελίνος. Στην βόρεια και νότια Αμερική και στα ποτάμια της Σιβηρίας
ζουν πολυάριθμα είδη και ποικιλίες πέστροφας, λίγο πολύ όμοιες με την
δικιά μας πέστροφα, μερικές από τις οποίες φθάνουν σεβαστές
διαστάσεις, ανώτερες από εκείνες της κοινής πέστροφας.
Το ψάρεμα της πέστροφας γίνεται με τρεις βασικές μεθόδους: ψάρεμα
βυθού με φυσικά δολώματα, ψάρεμα επιφάνειας με φυσικά ή τεχνητά
δολώματα, ψάρεμα με εξακοντισμό με φυσικά ή τεχνητά δολώματα. Το
ψάρεμα βυθού απαιτεί μεγάλη πείρα, την γνώση του τόπου και αυτή
σχετικά με τις συνήθειες του ψαριού. Λανθασμένα θεωρείται σαν η πιο
εύκολη μέθοδος. Αυτή η γνώμη ισχύει μονάχα για ορισμένα μέρη, όχι
σίγουρα για τα κλασικά μέρη του ψαρέματος των σολομονιδών που είναι
οι βουνίσιοι χείμαρροι. Το ψάρεμα γίνεται με αναμονή του τσιμπήματος,
με ορμιά με μικρά ή μεγάλα βαρίδια, με βαρίδια συγκεντρωμένα ή
σκορπισμένα σε όλο το μήκος του αρμιδιού, σε διαφορετικές αποστάσεις
από το αγκίστρι, ανάλογα με την ταχύτητα του ρεύματος. Τα πιο
διαδομένα δολώματα είναι το κόκκινο σκουλήκι, οι νύμφες της, οι κάμπιες
των περλίδων και τα αυγά σολομού, όπου δεν ισχύει η απαγόρευση.
Το ψάρεμα της επιφάνειας γίνεται με διάφορες μεθόδους της ελεύθερης
ορμιάς, με σύνθετο νήμα, προορισμένο να πετάξει σωστά και σε
απόσταση μερικές φορές μεγαλύτερη από 20 μετ. ένα δόλωμα χωρίς
βάρος, όπως ένα έντομο ή μία τεχνητή μύγα. Στην πραγματικότητα το
ψάρεμα με μαστίγωμα, με φυσικό έντομο, βασίζεται σε πολύ κοντινά
ριξίματα μερικές φορές στην απλή παρουσίαση του δολώματος για
αποστάσεις όχι μεγαλύτερες από το μήκος του καλαμιού. Το κλασικό
ψάρεμα της επιφάνειας βασίζεται στα τεχνητά δολώματα (στεγνές ή
βυθισμένες μύγες, κάμπιες κ.λπ). Απαιτεί καλή τεχνική και πείρα, τόσο
στο ρίξιμο και την παρουσίαση του δολώματος, όσο και στην αναζήτηση
των καλύτερων συνθηκών περιβάλλοντος. Στην επιφάνεια, τουλάχιστον
σε ορισμένα μέρη, συνηθίζουν να ψαρεύουν την πέστροφα και με
περισσότερες τεχνητές μύγες, σε ορμιές που τελειώνουν σε ένα φελλό με
βαρίδια. Το ψάρεμα με εξακοντιζόμενο δόλωμα γίνεται αν ριχτεί σε
απόσταση ένα φυσικό δόλωμα (ψάρι ζωντανό ή ψόφιο) ή τεχνητό. Στην
φάση της επαναφοράς, που θα εκτελεστεί με μερικά τεχνάσματα,
παρατηρείται η επίθεση του ψαριού. Αυτή η μέθοδος ψαρέματος βασίζεται στην πείρα της χρήσης των πιο κατάλληλων δολωμάτων, για ό,τι αφορά
τις διαστάσεις και το σχήμα τους, καθώς και στην οδήγηση τους και
φυσικά στην ικανότητα και την ακρίβεια του ριξίματος. Έτσι μπορούν να
πιαστούν ψάρια ακόμα και πολύ μεγάλων διαστάσεων.
Πέστροφα Ραβδωτή
Αυτή η πέστροφα ήταν κάποτε αρκετά κοινή στα δικά μας νερά, καθώς
και σʹ όλα τα Βαλκάνια. Είναι κοινή και σε ορισμένα νερά της
Γιουγκοσλαβίας. Ξεχωρίζει από τις άλλες πέστροφες από το γκριζωπό
χρώμα της (λίγο ή πολύ σκούρο στην ράχη, με σχέδιο ζιγκ ‐ ζαγκ και
κηλίδες καστανό πρασινωπές με επίμηκες σχήμα στα πλευρά), από το
κεφάλι με το λεπτό σχήμα, από το πιο μεγάλο στόμα σε σχέση με τις
άλλες πέστροφες και το πιο λεπτό σχήμα του σώματος.
Αυτή η πέστροφα έχει γίνει σπάνια σε πολλά νερά για διάφορες αιτίες: η
προοδευτική μόλυνση των νερών, η αλόγιστη άσκηση του ψαρέματος, ο
εντατικός εμπλουτισμός με ποικιλίες πέστροφας διαφορετικής
προέλευσης, με συνέπεια τον σχηματισμό υβριδίων, μερικά από τα οποία
παρουσιάζουν επικρατέστερα χαρακτηριστικά από την ραβδωτή, χωρίς
όμως να μπορούν να θεωρηθούν καθαρόαιμες ραβδωτές. Είναι
ενδιαφέρουσα για τις διαστάσεις που φτάνει, και τελευταία έγινε γνωστό
ότι πιάστηκε μια ραβδωτή στην Ιταλία περισσότερο από 10 κιλά.
Πέστροφες τέτοιων διαστάσεων δεν είναι σπάνιες, αν και δεν είναι κοινές.
Είναι όμως αρκετά κοινές σε μερικούς παραπόταμους του Δούναβη. Η
ραβδωτή πέστροφα είναι εξαιρετικά άγρια, απρόθυμη να παρουσιαστεί
κατά την διάρκεια της ημέρας και κάθε μικρή κίνηση ή αναταραχή του
περιβάλλοντος, την κάνουν να γυρίσει στην φωλιά της. Γιʹ αυτό το
πιάσιμο της, περισσότερο από κάθε άλλη πέστροφα, είναι δύσκολο, εκτός
από ιδιαίτερες συνθήκες του νερού, όπως νερά σε αύξηση, θολά από
βροχές κ.λπ.
Πέστροφα Ρυακιών
Λέγεται επίσης και πέστροφα fario, είναι μια μορφή της κοινής
πέστροφας, η πιο διαδομένη στα νερά των οροσειρών μας και ακόμη στα
νερά των πεδιάδων. όταν φυσικά είναι κατάλληλα για την παρουσία της.
Η όψη της είναι χαρακτηριστική. Το σώμα της είναι λίγο συμπιεσμένο,σκεπασμένο με λεπτά λέπια και λίγο πολύ γεμάτο μαύρα και κόκκινα
στίγματα στα πλευρά. Δεν υπάρχουν κηλίδες στο ραχιαίο πτερύγιο.
Αυτή η όψη διακρίνει την πέστροφα του ρυακιού από την ραβδωτή
πέστροφα, που είναι χωρίς κόκκινα στίγματα και με το δέρμα γεμάτο
πράσινο καστανές ραβδώσεις, καθώς ακόμη κι από την πέστροφα της
Σαρδηνίας, που αντίθετα χαρακτηρίζεται από μεγάλους καστανούς
λεκέδες, σχεδόν μαύρους, και μερικές φορές και κόκκινους. Παρά την
πολύ μεγάλη διαφορά της όψης μεταξύ μιας πέστροφας και μιας άλλης,
όσον αφορά την πυκνότητα του κηλιδώματος, των κόκκινων κηλίδων και
της διανομής τους, είναι εύκολο να καθορίσουμε αν ανήκει σʹ αυτό το
είδος πέστροφας
(salmo trutta) είναι η πιο διαδομένη στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Όλες οι πέστροφες έχουν σώμα λεπτό, μερικές φορές με οβάλ προφίλ,
ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν, σκεπασμένο με μικρά λέπια,
μουσούδι χονδροειδές, μεγάλο στόμα, οπλισμένο με μικρά δόντια στις
δυο μασέλες και στην γλώσσα. Έχουν δυο ραχιαία πτερύγια, Το πρώτο
είναι λιπώδες και μάλλον μικρό και τοποθετημένο πολύ πίσω (το λιπώδες
πτερύγιο είναι το διακριτικό χαρακτηριστικό των σολομονιδών). Το ουραίο
είναι με δυο λοβούς, με την πίσω άκρη μερικές φορές ίσια, ενώ άλλες
φορές οι λοβοί είναι σχεδόν συμμετρικοί και τονισμένοι.
Να μιλήσουμε για τον χρωματισμό της πέστροφας για να την
χαρακτηρίσουμε, είναι μια επιχείρηση δύσκολη, γιατί οι διαφορές του
περιβάλλοντος καθορίζουν ακόμη και στο ίδιο ρεύμα αξιόλογες
διαφοροποιήσεις χρωματισμού. Πάντως μπορούμε να πούμε γενικά, ότι η
κοινή πέστροφα έχει ράχη γκριζογάλανη ή καστανή ανοιχτή, λαμπερά
ασημί πλευρά, που μερικές φορές τείνουν στο χρυσαφί ή στο κοκκινωπό
μαύρα ή κόκκινα στίγματα. Τα στίγματα, όπως η απόκτηση λαμπερών
χρωμάτων κίτρινο ‐ χρυσό στην κοιλιά και στα κοιλιακά πτερύγια, ο
τονισμός του κοκκινωπού στα πλευρά, είναι πιο φανερά στις πέστροφες
που ζουν σε πιο βαθιά νερά.
Μπορούν να φτάσουν αξιόλογες διαστάσεις, πάνω από 1 μέτρο μήκος και
να ξεπεράσουν τα 10 κιλά βάρος (φυσικά σε περιβάλλον κατάλληλο για
τέτοια ανάπτυξη). Αγαπούν τα κρύα νερά, ή τα δροσερά με άφθονο
οξυγόνο, και τρέφονται με διάφορες τροφές. Στο στάδιο του γόνου και
μέχρι τα 5‐6 εκατ. μήκος τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με ζωοπλαγκτόν. Από τα 6 έως τα 12‐15 εκ. τρέφονται με νύμφες του νερού
και έντομα που πέφτουν στο νερό. Όταν ξεπεράσουν τα 15 εκ. δεν
περιφρονούν, εκτός από τις συνηθισμένες κάμπιες και τα μικρά
οστρακόδερμα, και τους ίδιους τους ομοίους τους στο στάδιο του γόνου.
Όσο μεγαλώνουν (πάνω από τα 20‐25 εκατ.) τόσο τονίζεται ο κυνηγετικός
χαρακτήρας τους. Μπορούν εξʹ άλλου να θεωρηθούν παμφάγα, εκτός
από τις πιο μεγάλες πέστροφες, που πρέπει να θεωρηθούν, κυρίως
σαρκοφάγες.
Οι πέστροφες του βορρά, που ζουν στην θάλασσα την εποχή της
αναπαραγωγής, ανεβαίνουν τους ποταμούς. Αυτές που κατοικούν τις
λίμνες, ξανανεβαίνουν τους παραπόταμους γιατί αυτή την εποχή έχουν
περισσότερο ανάγκη περιβάλλοντος με χαμηλή θερμοκρασία και πιο
πολύ οξυγόνο. Στις μετακινήσεις και μεταναστεύσεις τους οι πέστροφες
κάθε μεγέθους μπορούν να ξεπεράσουν αξιόλογες διαφορές επιπέδου, να
νικήσουν μικρούς καταρράκτες, να ξανανέβουν γρηγορότατα ρεύματα.
Μερικές φορές βλέπουμε πέστροφες να πηδούν πάνω από μικρά
φράγματα, να ανεβαίνουν κεκλιμένα επίπεδα, να ξεπερνούν εμπόδια με
μεγάλη ευκολία, επαναλαμβάνοντας τις προσπάθειες μέχρι να φθάσουν
στο σκοπό τους. Αναπαράγονται από τον Νοέμβριο ως τον Φεβρουάριο,
ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των νερών που κατοικούν και την
θερμοκρασία του περιβάλλοντος.
Η αναπαραγωγή γίνεται σε λακκούβες λίγο ή πολύ μεγάλες που
σκάβονται από την θηλύκια στον αμμώδη, χαλικώδη ή ανάμικτο βυθό.
Κάθε θηλύκια συνήθως συνοδεύεται από πολλά αρσενικά. Η εναπόθεση
των αυγών και η έκκριση του σπερματικού υγρού γίνονται σχεδόν πάντα
την νύκτα. Υπολογίζουν ότι κάθε θηλύκια γεννάει μέχρι 2.000 αυγά για
κάθε κιλό του βάρους της. Τα αυγά έχουν μια διάμετρο που ποικίλει από
3,5 έως 6 χιλιοστά και χρώμα κίτρινο ή πορτοκαλί. Μόλις τελειώσει η
αναπαραγωγή, αρσενικά και θηλυκά, αρκετά εξαντλημένα από τις
προσπάθειες που έκαναν, ξαναγυρίζουν χαμηλά στους τόπους, από τους
οποίους προέρχονται. Τα αυγά ανοίγουν συνήθως μετά από 40‐50 μέρες
επώασης. Ο μεγάλος μόσχειος σάκος των γόνων, απορροφιέται σε ένα
μήνα. Τότε ο γόνος έχει πάρει σταδιακά την μορφή και τα χαρακτηριστικά
του ενήλικου. Σε ευνοϊκό περιβάλλον οι πέστροφες σε ένα χρόνο, φτάνουν
τα 15 εκατ. και μπορούν να ξεπεράσουν τα 30 εκ. σε δυο χρόνια.
Η πέστροφα (salmo gairdnerii), βορειοαμερικανικής καταγωγής, ξεχωρίζει
από την κοινή πέστροφα (salmo trutta), πάνω απʹ όλα, εξαιτίας της
παρουσίας σκούρων κηλίδων στο ουραίο πτερύγιο (ανύπαρκτες στην
κοινή πέστροφα) και μιας κοκκινωπής λουρίδας που φωσφορίζει κάντιου
διατρέχει κατά μήκος όλο το πλευρό. Αυτή η πέστροφα, που δεν αναπαράγεται (ή τουλάχιστον αναπαραγάγετε πολύ σπάνια και σε ειδικό
περιβάλλον) στα νερά της Ευρώπης, μεγαλώνει αρκετά πιο γρήγορα από
την κοινή πέστροφα. Οι Αμερικάνικες πέστροφες που βρίσκονται στα
Ευρωπαϊκά ρεύματα προέρχονται από τεχνητό εμπλουτισμό. Έχει
χαρακτήρα λιγότερο άγριο από την κοινή πέστροφα, είναι πιο αδηφάγα
και τρέφεται με τις πιο διαφορετικές τροφές κι έτσι είναι πιο εύκολο να
πιαστεί. Άλλες Ευρωπαϊκές πέστροφες είναι η κυπρινοπέστροφα και ο
σαλβελίνος. Στην βόρεια και νότια Αμερική και στα ποτάμια της Σιβηρίας
ζουν πολυάριθμα είδη και ποικιλίες πέστροφας, λίγο πολύ όμοιες με την
δικιά μας πέστροφα, μερικές από τις οποίες φθάνουν σεβαστές
διαστάσεις, ανώτερες από εκείνες της κοινής πέστροφας.
Το ψάρεμα της πέστροφας γίνεται με τρεις βασικές μεθόδους: ψάρεμα
βυθού με φυσικά δολώματα, ψάρεμα επιφάνειας με φυσικά ή τεχνητά
δολώματα, ψάρεμα με εξακοντισμό με φυσικά ή τεχνητά δολώματα. Το
ψάρεμα βυθού απαιτεί μεγάλη πείρα, την γνώση του τόπου και αυτή
σχετικά με τις συνήθειες του ψαριού. Λανθασμένα θεωρείται σαν η πιο
εύκολη μέθοδος. Αυτή η γνώμη ισχύει μονάχα για ορισμένα μέρη, όχι
σίγουρα για τα κλασικά μέρη του ψαρέματος των σολομονιδών που είναι
οι βουνίσιοι χείμαρροι. Το ψάρεμα γίνεται με αναμονή του τσιμπήματος,
με ορμιά με μικρά ή μεγάλα βαρίδια, με βαρίδια συγκεντρωμένα ή
σκορπισμένα σε όλο το μήκος του αρμιδιού, σε διαφορετικές αποστάσεις
από το αγκίστρι, ανάλογα με την ταχύτητα του ρεύματος. Τα πιο
διαδομένα δολώματα είναι το κόκκινο σκουλήκι, οι νύμφες της, οι κάμπιες
των περλίδων και τα αυγά σολομού, όπου δεν ισχύει η απαγόρευση.
Το ψάρεμα της επιφάνειας γίνεται με διάφορες μεθόδους της ελεύθερης
ορμιάς, με σύνθετο νήμα, προορισμένο να πετάξει σωστά και σε
απόσταση μερικές φορές μεγαλύτερη από 20 μετ. ένα δόλωμα χωρίς
βάρος, όπως ένα έντομο ή μία τεχνητή μύγα. Στην πραγματικότητα το
ψάρεμα με μαστίγωμα, με φυσικό έντομο, βασίζεται σε πολύ κοντινά
ριξίματα μερικές φορές στην απλή παρουσίαση του δολώματος για
αποστάσεις όχι μεγαλύτερες από το μήκος του καλαμιού. Το κλασικό
ψάρεμα της επιφάνειας βασίζεται στα τεχνητά δολώματα (στεγνές ή
βυθισμένες μύγες, κάμπιες κ.λπ). Απαιτεί καλή τεχνική και πείρα, τόσο
στο ρίξιμο και την παρουσίαση του δολώματος, όσο και στην αναζήτηση
των καλύτερων συνθηκών περιβάλλοντος. Στην επιφάνεια, τουλάχιστον
σε ορισμένα μέρη, συνηθίζουν να ψαρεύουν την πέστροφα και με
περισσότερες τεχνητές μύγες, σε ορμιές που τελειώνουν σε ένα φελλό με
βαρίδια. Το ψάρεμα με εξακοντιζόμενο δόλωμα γίνεται αν ριχτεί σε
απόσταση ένα φυσικό δόλωμα (ψάρι ζωντανό ή ψόφιο) ή τεχνητό. Στην
φάση της επαναφοράς, που θα εκτελεστεί με μερικά τεχνάσματα,
παρατηρείται η επίθεση του ψαριού. Αυτή η μέθοδος ψαρέματος βασίζεται στην πείρα της χρήσης των πιο κατάλληλων δολωμάτων, για ό,τι αφορά
τις διαστάσεις και το σχήμα τους, καθώς και στην οδήγηση τους και
φυσικά στην ικανότητα και την ακρίβεια του ριξίματος. Έτσι μπορούν να
πιαστούν ψάρια ακόμα και πολύ μεγάλων διαστάσεων.
Πέστροφα Ραβδωτή
Αυτή η πέστροφα ήταν κάποτε αρκετά κοινή στα δικά μας νερά, καθώς
και σʹ όλα τα Βαλκάνια. Είναι κοινή και σε ορισμένα νερά της
Γιουγκοσλαβίας. Ξεχωρίζει από τις άλλες πέστροφες από το γκριζωπό
χρώμα της (λίγο ή πολύ σκούρο στην ράχη, με σχέδιο ζιγκ ‐ ζαγκ και
κηλίδες καστανό πρασινωπές με επίμηκες σχήμα στα πλευρά), από το
κεφάλι με το λεπτό σχήμα, από το πιο μεγάλο στόμα σε σχέση με τις
άλλες πέστροφες και το πιο λεπτό σχήμα του σώματος.
Αυτή η πέστροφα έχει γίνει σπάνια σε πολλά νερά για διάφορες αιτίες: η
προοδευτική μόλυνση των νερών, η αλόγιστη άσκηση του ψαρέματος, ο
εντατικός εμπλουτισμός με ποικιλίες πέστροφας διαφορετικής
προέλευσης, με συνέπεια τον σχηματισμό υβριδίων, μερικά από τα οποία
παρουσιάζουν επικρατέστερα χαρακτηριστικά από την ραβδωτή, χωρίς
όμως να μπορούν να θεωρηθούν καθαρόαιμες ραβδωτές. Είναι
ενδιαφέρουσα για τις διαστάσεις που φτάνει, και τελευταία έγινε γνωστό
ότι πιάστηκε μια ραβδωτή στην Ιταλία περισσότερο από 10 κιλά.
Πέστροφες τέτοιων διαστάσεων δεν είναι σπάνιες, αν και δεν είναι κοινές.
Είναι όμως αρκετά κοινές σε μερικούς παραπόταμους του Δούναβη. Η
ραβδωτή πέστροφα είναι εξαιρετικά άγρια, απρόθυμη να παρουσιαστεί
κατά την διάρκεια της ημέρας και κάθε μικρή κίνηση ή αναταραχή του
περιβάλλοντος, την κάνουν να γυρίσει στην φωλιά της. Γιʹ αυτό το
πιάσιμο της, περισσότερο από κάθε άλλη πέστροφα, είναι δύσκολο, εκτός
από ιδιαίτερες συνθήκες του νερού, όπως νερά σε αύξηση, θολά από
βροχές κ.λπ.
Πέστροφα Ρυακιών
Λέγεται επίσης και πέστροφα fario, είναι μια μορφή της κοινής
πέστροφας, η πιο διαδομένη στα νερά των οροσειρών μας και ακόμη στα
νερά των πεδιάδων. όταν φυσικά είναι κατάλληλα για την παρουσία της.
Η όψη της είναι χαρακτηριστική. Το σώμα της είναι λίγο συμπιεσμένο,σκεπασμένο με λεπτά λέπια και λίγο πολύ γεμάτο μαύρα και κόκκινα
στίγματα στα πλευρά. Δεν υπάρχουν κηλίδες στο ραχιαίο πτερύγιο.
Αυτή η όψη διακρίνει την πέστροφα του ρυακιού από την ραβδωτή
πέστροφα, που είναι χωρίς κόκκινα στίγματα και με το δέρμα γεμάτο
πράσινο καστανές ραβδώσεις, καθώς ακόμη κι από την πέστροφα της
Σαρδηνίας, που αντίθετα χαρακτηρίζεται από μεγάλους καστανούς
λεκέδες, σχεδόν μαύρους, και μερικές φορές και κόκκινους. Παρά την
πολύ μεγάλη διαφορά της όψης μεταξύ μιας πέστροφας και μιας άλλης,
όσον αφορά την πυκνότητα του κηλιδώματος, των κόκκινων κηλίδων και
της διανομής τους, είναι εύκολο να καθορίσουμε αν ανήκει σʹ αυτό το
είδος πέστροφας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου